- αρρενογόνος
- -α, -ο (Α ἀρρενογόνος, -ον)νεοελλ.αυτός που έχει σχέση με την αρρενογονίααρχ.1. αυτός που γεννά αρσενικά παιδιά2. ως ουσ. τό ἀρρενογόνονονομασία φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -γόνος < γίγνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.